αλάργεμα

αλάργεμα
το отстранение, отодвигание; отдаление (тж. перен. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλάργεμα" в других словарях:

  • αλάργεμα — το [αλαργεύω] 1. απομακρύνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα …   Dictionary of Greek

  • αλάργεψη — η [αλαργεύω] το αλάργεμα …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρισμα — το [αλαργάρω] το αλάργεμα …   Dictionary of Greek

  • αλαργεμός — ο [αλαργεύω] το αλάργεμα …   Dictionary of Greek

  • αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] …   Dictionary of Greek

  • αλλάργα — αλλάργεμα, αλλαργεύω κ.λπ. βλ. αλάργα, αλάργεμα, αλαργεύω κ.λπ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»